Θεσσαλίς

Θεσσαλίς
Θεσσαλίς και αττ. τ. Θετταλίς, ἡ (Α)
1. θηλ. τού Θεσσαλός, η Θεσσαλή
2. ως κοινό ουσ. είδος υποδήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού Θεσσαλός*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Θεσσαλίς — shoe fem nom sg Θεσσαλός shoe fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θετταλίς — Θεσσαλίς , Θεσσαλίς shoe fem nom sg Θεσσαλίς , Θεσσαλός shoe fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θεσσαλίδα — Θεσσαλίς shoe fem acc sg Θεσσαλός shoe fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θεσσαλίδες — Θεσσαλίς shoe fem nom/voc pl Θεσσαλός shoe fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θεσσαλίδι — Θεσσαλίς shoe fem dat sg Θεσσαλός shoe fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θεσσαλίδος — Θεσσαλίς shoe fem gen sg Θεσσαλός shoe fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θεσσαλίδων — Θεσσαλίς shoe fem gen pl Θεσσαλός shoe fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θεσσαλός — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο (7, 176), ο Θ. έδωσε το όνομά του στη Θεσσαλία, περιοχή που μέχρι τότε έφερε διάφορες ονομασίες: Αιολία, Αιμονία, Ελλάς, Δρυοπίς και Γραικία. Ο Θ. καταγόταν από τη Θεσπρωτία της Ηπείρου και ήταν… …   Dictionary of Greek

  • κυνέη — Περικεφαλαία κατασκευασμένη από δέρμα σκύλου, κατά την αρχαιότητα. Ο Όμηρος και άλλοι συγγραφείς ονομάζουν κ. την περικεφαλαία από δέρμα οποιουδήποτε ζώου· υπήρχε έτσι η κ. γαλέη, η κ. λυκέη κ.ά. Κατ’ επέκταση, έτσι ονομαζόταν και το καπέλο που… …   Dictionary of Greek

  • Θετταλίδα — Θεσσαλίδα , Θεσσαλίς shoe fem acc sg Θεσσαλίδα , Θεσσαλός shoe fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”